- εκφαυλισμός
- οεξαχρείωση, διαφθορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκφαυλισμός — ο (AM ἐκφαυλισμός) νεοελλ. διαφθορά, εκφυλισμός, εξευτελισμός, εξαχρείωση αρχ. περιφρόνηση … Dictionary of Greek
ἐκφαυλισμοῦ — ἐκφαυλισμός contemning masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφαυλισμῷ — ἐκφαυλισμός contemning masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφαύλιση — η ο εκφαυλισμός … Dictionary of Greek
εκφαύλιση — η ο εκφαυλισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαχρείωση — η η διαφθορά των ηθών, του χαρακτήρα, εκφαυλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)